μυχόπεδον

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠχόπεδον Medium diacritics: μυχόπεδον Low diacritics: μυχόπεδον Capitals: ΜΥΧΟΠΕΔΟΝ
Transliteration A: mychópedon Transliteration B: mychopedon Transliteration C: mychopedon Beta Code: muxo/pedon

English (LSJ)

τό, the depth of the earth, the abyss, Phot.

German (Pape)

[Seite 224] τό, nach Phot. γῆς βάθος, Αἵδης.

Greek (Liddell-Scott)

μῠχόπεδον: τό, «γῆς βάθος· Ἅιδης», Φώτ. 274, 18.

Greek Monolingual

μυχόπεδον, τὸ (Α)
(κατά τον Φώτ.) «γῆς βάθος, ᾅδης», τα έγκατα της Γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + πέδον «έδαφος» (πρβλ. λακκόπεδον, στρατόπεδον)].