μώλυ

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

μῶλυ, τὸ (Α)
1. μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, το οποίο έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα ως αντιφάρμακο κατά της μαγικής τέχνης της Κίρκης
2. το φυτό κρόμμυον το μέλαν
3. το φυτό πήγανον ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, κυρίως, στην Καππαδοκία
4. το φυτό ηρύγγιον
5. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως που εμφανίζει κατάλ. -υ (πρβλ. μίσ-υ). Διάφορες θεωρίες στις οποίες επιχειρήθηκε σύνδεση της λ. είτε με αρχ. ινδ. mulam «ρίζα» είτε με τα μαλάχη ή μολόχη, λατ. malua κ.ά. έχουν ήδη καταρριφθεί].