νυχτερίδα

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source

Greek Monolingual

και νυκτερίδα, η (ΑΜ νυκτερίς, -ίδος, Μ και νυκτερίδα)
γενική, κοινή σήμερα, ονομασία τών θηλαστικών της τάξης χειρόπτερα, τα οποία είναι τα μόνα θηλαστικά ζώα που μπορούν να πετούν
μσν.
νυχτοκόρακας
αρχ.
1. είδος ψαριού
2. είδος φυτού
3. μτφ. παρωνύμιο προσώπων («Χαιρεφῶν ή νυκτερίς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νυχτερίδα < νυκτερίς < νύκτερος + επίθημα -ίς (πρβλ. Πορφυρ-ίς)].