ξυσιά

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. ίχνος από ξύσιμο που μένει σε μια επιφάνεια με την επενέργεια ενός αιχμηρού οργάνου, το ξύσιμο, η ξυσιματιά
2. το ξύσιμο ενός αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ- του ξύνω, πρβλ. αόρ. έ-ξυσ-α + κατάλ. -ιά (πρβλ. φτυσ-ιά)].