ξυληρός

From LSJ
Revision as of 16:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠληρός Medium diacritics: ξυληρός Low diacritics: ξυληρός Capitals: ΞΥΛΗΡΟΣ
Transliteration A: xylērós Transliteration B: xylēros Transliteration C: ksyliros Beta Code: culhro/s

English (LSJ)

ά, όν, A appertaining to timber, σταθμοί SIG975.2 (Delos, iii B. C.). II ξυληρά, ἡ, timber-market, PTeb.316.95 (i A. D.).

Greek Monolingual

ξυληρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλεία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυληρά
τόπος αγοράς ξυλείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμ-ηρός)].