νεώχερμος

From LSJ
Revision as of 09:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώχερμος Medium diacritics: νεώχερμος Low diacritics: νεώχερμος Capitals: ΝΕΩΧΕΡΜΟΣ
Transliteration A: neṓchermos Transliteration B: neōchermos Transliteration C: neochermos Beta Code: new/xermos

English (LSJ)

γῆ νεωστὶ εἰργασμένη, Hsch. (Cf. χερμάζω.)

Greek (Liddell-Scott)

νεώχερμος: ἴδε νεόχερσος.

Greek Monolingual

νεώχερμος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «γῆ νεωστὶ εἰργασμένη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέως, αμάρτυρο επίρρ. του νέος (πρβλ. νεωσ-τί) + χέρμα «λίθος, χαλίκι»].