φρικιώ

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

φρικιῶ, -άω, ΝΜΑ
ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω
νεοελλ.
1. αισθάνομαι φρίκη
2. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + κατάλ. -ιῶ / -ιάω, δηλωτική ασθένειας ή κατάστασης σωματικής (πρβλ. ἀρρωστ-ιῶ, ναυτ-ιῶ, ὠχρ-ιῶ)].