πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
ὀνυχίτης, ό, θηλ. ὀνυχῑτις (Α)είδος ημιπολύτιμου λίθου που μοιάζει με τον όνυχα («ὀνυχίτης λίθος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (ΙΙ) + επίθημα -ίτης (πρβλ. ξυλ-ίτης)].