στεατίτης

From LSJ
Revision as of 10:34, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεατίτης Medium diacritics: στεατίτης Low diacritics: στεατίτης Capitals: ΣΤΕΑΤΙΤΗΣ
Transliteration A: steatítēs Transliteration B: steatitēs Transliteration C: steatitis Beta Code: steati/ths

English (LSJ)

v. στεάτινος.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
νεοελλ.
βασικό πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου που αποτελεί συμπαγή μορφή του τάλκη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «στεάτινος, πίων, σταίτινος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + επίθημα -ίτης (πρβλ. σταφυλ-ίτης)].