Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που έχει στήθος
2. αυτός που έχει σχήμα στήθους («στηθωτό ιστίο»
[ναυτ.] διπλωμένο ιστίο που σχηματίζει εξόγκωμα στο μέσον κεραίας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].