τεταρτημόριο
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
το / τεταρτημόριον, ΝΑ, και συντετμημένος τ. ταρτημόριον και δωρ. τ. ταρταμόριον Α
1. το ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο
2. μαθημ. καθένας από τους τέσσερεις ίσους τομείς στους οποίους διαιρούν την επιφάνεια ενός κύκλου δύο κάθετες μεταξύ τους διάμετροί του
νεοελλ.
1. μουσ. το μικρότερο διάστημα του ημιτονίου το οποίο το χωρίζει σε δύο ίσα μέρη
2. (τροφ. τεχνολ.) (στον τεμαχισμό τών σφαγίων) το ήμισυ του ημιμορίου βοοειδών (α. «πρόσθιο τεταρτημόριο» β. «οπίσθιο τεταρτημόριο»)
αρχ.
1. το ένα τέταρτο του οβολού, της κοτύλης, του αττ. μέτρου χωρητικότητας τών υγρών καθώς και το ένα τέταρτο του ασσαρίου, ρωμαϊκού χάλκινου νομίσματος μικρής αξίας
2. μουσ. το ένα τέταρτο του τόνου, δηλαδή το ήμισυ διέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος + μόριον (πρβλ. δεκατη-μόριον, ογδοη-μόριον). Το -η- τών τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].