ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
λυσσάγρα, ἡ (Μ)παράφορο πάθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. –άγρα (πρβλ. λωλ-άγρα)].