χοιροστάτης

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
άτομο που φροντίζει για τη συστηματική ανάπτυξη και διατροφή τών χοίρων, χοιροτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + -στάτης (< ίστημι), πρβλ. επι-στάτης, λυχνο-στάτης].