σαρκοβρώς
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ, = σαρκοβόρος (eating flesh, carnivorous), Moschio Trag. 6.14.
German (Pape)
[Seite 863] ῶτος, = Vorigem, Moschio bei Stob.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, = σαρκοβόρος, Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 242.
Greek Monolingual
-ῶτος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοβόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ανδρο-βρώς, παιδο-βρώς].