μυόθηρος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Full diacritics: μῠόθηρος | Medium diacritics: μυόθηρος | Low diacritics: μυόθηρος | Capitals: ΜΥΟΘΗΡΟΣ |
Transliteration A: myóthēros | Transliteration B: myothēros | Transliteration C: myothiros | Beta Code: muo/qhros |
= ἀσπάραγος πετραῖος, Ps.-Dsc.2.125.
μυόθηρος, ὁ (Α)
το ποώδες φυτό ασπάραγος ο πετραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -θηρός (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. μισό-θηρος].