νεόχρηστος

From LSJ
Revision as of 09:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόχρηστος Medium diacritics: νεόχρηστος Low diacritics: νεόχρηστος Capitals: ΝΕΟΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: neóchrēstos Transliteration B: neochrēstos Transliteration C: neochristos Beta Code: neo/xrhstos

English (LSJ)

ον, dub. in Diotog. ap. Stob.4.1.96 (leg. νεόθρεπτα).

Greek (Liddell-Scott)

νεόχρηστος: -ον, ἀμφίβολος λέξις ἐν Διωτογ. παρὰ Στοβ. 251. 28, ἔνθαἔννοια ἀπαιτεῖ λέξιν σημαίνουσαν νέον, τρυφερόν.

Greek Monolingual

νεόχρηστος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα ή αυτός που χρησιμοποιείται από νέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + χρηστός (< θ. χρησ- του χρῶμαι, πρβλ. αόρ. -χρησ-άμην), πρβλ. εύ-χρηστος].