ξυλογραφώ

From LSJ
Revision as of 16:35, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

(Α ξυλογραφῶ, -έω)
νεοελλ.
ασχολούμαι με την ξυλογραφία
αρχ.
παθ. ξυλογραφοῦμαι, -έομαι
είμαι σκαλισμένος σε ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. κηρο-γραφώ].