γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
(Α ξυλογραφῶ, -έω)νεοελλ.ασχολούμαι με την ξυλογραφίααρχ.παθ. ξυλογραφοῦμαι, -έομαιείμαι σκαλισμένος σε ξύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. κηρο-γραφώ].