νομοκράτης

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Greek Monolingual

νομοκράτης, ὁ (Μ)
1. αυτός που εποπτεύει για την εφαρμογή τών νόμων, δικαστής
2. οπαδός πολιτικο-οικονομικού συστήματος του μεσαίωνα το οποίο απέβλεπε στην ενοποίηση του δικαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -κράτης (< κρατώ), πρβλ. τρομο-κράτης].