νομοκράτης

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

νομοκράτης, ὁ (Μ)
1. αυτός που εποπτεύει για την εφαρμογή τών νόμων, δικαστής
2. οπαδός πολιτικο-οικονομικού συστήματος του μεσαίωνα το οποίο απέβλεπε στην ενοποίηση του δικαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -κράτης (< κρατώ), πρβλ. τρομοκράτης].