ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
ὁμοφλεγής, -ές (Α)αυτός που καίει, που φλέγει εκ παραλλήλου ή αμέσως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φλεγης (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. κοσμο-φλεγής].