παιδόβρωτος
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
θοίνη, a feast at which children were eaten, Lyc.1199.
German (Pape)
[Seite 441] Lycophr. 1199, θοῖναι, Mahlzeit von gegessenen Kindern.
Greek (Liddell-Scott)
παιδόβρωτος: θοίνη, εὐωχία καταβροχθισμοῦ παίδων, Λυκ. 1199.
Greek Monolingual
παιδόβρωτος, -ον (Α)
φρ. «παιδόβρωτος θοίνη» — εορτή κατά την οποία έτρωγαν παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. θηρό-βρωτος].