μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
-ές, Απατροφαής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αστρο-φεγγής].
ές, vom Vater leuchtend, Sp.