ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
-η, -ο, Ν(για πλοία) αυτός που ταξιδεύει για πρώτη φορά, πρωτόπλους («τώρα, που πρωτοτάξιδο θ' απλώσεις τα πανιά σου», Βαλαωρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -τάξιδος (< ταξίδι), πρβλ. καλο-τάξιδος].