πρωτόπλους

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόπλους Medium diacritics: πρωτόπλους Low diacritics: πρωτόπλους Capitals: ΠΡΩΤΟΠΛΟΥΣ
Transliteration A: prōtóplous Transliteration B: prōtoplous Transliteration C: protoplous Beta Code: prwto/plous

English (LSJ)

-ουν, Attic contr. for πρωτόπλοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att.
v. πρωτόπλοος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και πρωτόπλοος, -οον, Α
(για πλοία) αυτός που για πρώτη φορά διαπλέει τη θάλασσα, πρωτοτάξιδος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλους
το πρώτο πλοίο που ηγείται ναυτικής δυνάμεως η οποία πλέει σε γραμμή παραγωγής
αρχ.
1. αυτός που πλέει πρώτος, ο επικεφαλής
2. φρ. α) «πρωτόπλοος πλάτα»
(για το πλοίο της Αργούς) κουπί που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά
β) «πρωτόπλοος νεότης»
μτφ. (σχετικά με τη θάλασσα του έρωτα) νεότητα που για πρώτη φορά άρχισε να πλέει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -πλους (< πλοῦς < πλέω), πρβλ. απόπλους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτόπλους -ουν, Ion. πρωτόπλοος -οον [πρῶτος, πλέω] op de eerste vaart (van schepen):. νῆα μέλαιναν... πρωτόπλοον een zwart schip dat voor het eerst een zeereis maakt Od. 8.35. vooraan varend: subst.. τοῖς πρωτόπλοις aan degenen die voorop voeren Xen. Hell. 5.1.27.

Middle Liddell

πρωτό-πλους, ουν,
I. going to sea for the first time, Od., Eur.; πρ. πλάτα the firstplied oar (of the ship Argo), Eur.
II. sailing first or foremost, Xen.

German (Pape)

att. zusammengezogen = πρωτόπλοος.