πρωτοτάξιδος

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για πλοία) αυτός που ταξιδεύει για πρώτη φορά, πρωτόπλουςτώρα, που πρωτοτάξιδο θ' απλώσεις τα πανιά σου», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -τάξιδος (< ταξίδι), πρβλ. καλοτάξιδος].