λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
ἡ, Ατο να παντρεύεται κανείς συχνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -γαμία (< -γάμος < γάμος), πρβλ. πολυ-γαμία].