πτεροδρομία

From LSJ
Revision as of 15:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318

German (Pape)

[Seite 808] ἡ, eigtl. Flügellauf, das schnelle Fliegen, Ep. ad. 396 (VII, 699 steht dafür κακοδρομία).

Russian (Dvoretsky)

πτεροδρομία:полет, взлет Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πτεροδρομία: ἡ, πτῆσις, διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 699.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) πτήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -δρομία (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο-δρομία].