τετράπτυχος

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράπτῠχος Medium diacritics: τετράπτυχος Low diacritics: τετράπτυχος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΤΥΧΟΣ
Transliteration A: tetráptychos Transliteration B: tetraptychos Transliteration C: tetraptychos Beta Code: tetra/ptuxos

English (LSJ)

ον, fourfold, Hp.Off.12 (and Gal. ad loc., 18(2).822), Gal. 14.793.

German (Pape)

[Seite 1099] vierfältig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπτῠχος: -ον, διπλωμένος εἰς τέσσαρα, τετραπλοῦς, Ἱππ. Ἰητρ. 745Α, Γαλην. 2. 390, Ἡσύχ. ἐν λ. προθελύμνους ἔνθα: «σάκος τετραθέλυμνον, τὸ θέσεις τέσσαρας ἔχον, τετράπτυχον».

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράπτυχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, ο διπλωμένος στα τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πτυχος (< πτυχή), πρβλ. τρί-πτυχος].