Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
-ές / ὑοτεραλγής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή προκαλεί πόνους στην υστέρα, δηλαδή στη μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστέρα «μήτρα» + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ-αλγής].