γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
-ον, Μ(κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού στην Γαλεομαχία του Προδρ.) αυτός που κλέβει το τυρί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. κυνο-κλόπος].