Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και ύψιθόωκος, -ον, Αὑψίθρονος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θῶκος «έδρα, κάθισμα»), πρβλ. ἐρημό-θωκος].