εύγραμμος
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔγραμμος, -ον)
1. καλλίγραμμος, με ωραίες αρμονικές γραμμές
2. καλά σχεδιασμένος, με ωραίο περίγραμμα
αρχ.
1. αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῦ λόγου»)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔγραμμος
ο καλλιγράφος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγραμμον
η ωραία εμφάνιση, η αρμονική γραμμή («τῶν ὀφρύων τὸ εὔγραμμον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύ-γραμμος, καλλί-γραμμος].