λυπρόγεως

Revision as of 12:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")

English (LSJ)

ων, with poor soil, Ph. 2.294, App. Hisp. 59 (-γειον codd., -γαιον Suid.).

Greek (Liddell-Scott)

λυπρόγεως: -ων, ἔχων γῆν λυπράν, ἄγονον, Ἀππ. Ἰβηρ. 59 (Σουΐδ. -γαιος), Φίλων 2. 294· ἴδε τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

λυπρόγεως, -ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM)
1. αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπρόγεων ή τὸ λυπρόγαιον
η ξηρότητα της γης, η αγονία («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -γεως (< γῆ), πρβλ. λεπτόγεως, μελάγγεως).

German (Pape)

ων, att. = λυπρόγαιος.