κατάματος

From LSJ
Revision as of 12:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για χιόνι ή βροχή ή καπνό) αυτός που πέφτει κατευθείαν στα μάτια («κατάματο έπεφτε πάνω μας το χαλάζι»).
επίρρ...
κατάματα
μέσα στα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ματος (< μάτι), πρβλ. γλυκόματος, μονόματος).