βιβλιοφόρος
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, Bücher, Briefe tragend, Pol. 4, 22 u. Sp., s. βιβλιαφόρος.
Russian (Dvoretsky)
βιβλιοφόρος: v. l. βιβλιαφόρος ὁ письмоносец или гонец Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐπιστολάς, γραμματοκομιστής, Λατ. tabellarius, Πολυβ. Ἀποσπ. 38.
Greek Monolingual
βιβλιοφόρος και βιβλιαφόρος, ο (Α)
ο γραμματοκομιστής.