κεραμών
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, store for pottery or tiles, Hdn.Gr.1.32, 40.
Russian (Dvoretsky)
κερᾰμών: ῶνος ὁ глиняный сосуд Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κεραμών: -ῶνος, ὁ, μέρος ἐν ᾧ τηροῦνται πήλινα σκεύη καὶ ἀγγεῖα, Ἀριστοφ. Λυσ. 200 (κατὰ Reisk ἀντὶ τοῦ κεραμεών), Ἀρκάδ. σ. 13. 19.
Greek Monolingual
κεραμών, -ῶνος, ὁ (Α) κέραμος
κατάστημα ή αποθήκη με πολλά πήλινα αντικείμενα.