τρίχους

From LSJ
Revision as of 13:25, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχους Medium diacritics: τρίχους Low diacritics: τρίχους Capitals: ΤΡΙΧΟΥΣ
Transliteration A: tríchous Transliteration B: trichous Transliteration C: trichous Beta Code: tri/xous

English (LSJ)

ουν, A holding three χόες, Nicostr.Com.11. II Subst. -χοον, τό, measure of three χόες, in plural -χοα, SIG945.5 (Assus, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 1150] ουν, drei χοῦς fassend, enthaltend, Nicostrat. bei Ath. XI, 499 c.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχους: ουν, ὁ χωρῶν τρεῖς χόας ἢ χοῦς, Νικόστρ. ἐν «Ἑκάτῃ» 1.

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, Α
1. αυτός που περιλαμβάνει τρεις χόες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχοον
μέτρο το οποίο περιλαμβάνει τρεις χόες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χοος / -χους (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. τετρά-χους].