στρουθόπους

From LSJ
Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρουθόπους Medium diacritics: στρουθόπους Low diacritics: στρουθόπους Capitals: ΣΤΡΟΥΘΟΠΟΥΣ
Transliteration A: strouthópous Transliteration B: strouthopous Transliteration C: strouthopous Beta Code: strouqo/pous

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος, with sparrow's or ostrich's feet (for authorities differ, Sch.Ar.Av.877 explaining it of large, Plin.HN7.24 of small feet).

German (Pape)

[Seite 956] ποδος, mit Sperlings- od. Straußsüßen, Schol. Ar. Av. 876, = μεγαλόπους.

Russian (Dvoretsky)

στρουθόπους: 2, gen. ποδος с воробьиными лапками, т. е. с крошечными ступнями (feminae Plin.).

Greek (Liddell-Scott)

στρουθόπους: ουν, ὁ ἔχων πόδας στρουθίου ἢ στρουθοκαμήλου (ἐπειδὴ ὑπάρχουσιν ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι, καθ’ ὅσον ὁ μὲν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 876 ἑρμηνεύει αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν ἔχοντα μεγάλους πόδας, ὁ δὲ Πλίν. (7. 2) τὸν ἔχοντα μικροὺς πόδας).

Greek Monolingual

-ουν, Α
1. αυτός που έχει πόδια σπουργίτη, δηλαδή κοντά πόδια
2. αυτός που έχει πόδια στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει μακριά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντό-πους].