στρουθόπους
Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand
English (LSJ)
πουν, gen. ποδος, with sparrow's or ostrich's feet (for authorities differ, Sch.Ar.Av.877 explaining it of large, Plin.HN7.24 of small feet).
German (Pape)
[Seite 956] ποδος, mit Sperlings- od. Straußsüßen, Schol. Ar. Av. 876, = μεγαλόπους.
Russian (Dvoretsky)
στρουθόπους: 2, gen. ποδος с воробьиными лапками, т. е. с крошечными ступнями (feminae Plin.).
Greek (Liddell-Scott)
στρουθόπους: ουν, ὁ ἔχων πόδας στρουθίου ἢ στρουθοκαμήλου (ἐπειδὴ ὑπάρχουσιν ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι, καθ’ ὅσον ὁ μὲν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 876 ἑρμηνεύει αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν ἔχοντα μεγάλους πόδας, ὁ δὲ Πλίν. (7. 2) τὸν ἔχοντα μικροὺς πόδας).
Greek Monolingual
-ουν, Α
1. αυτός που έχει πόδια σπουργίτη, δηλαδή κοντά πόδια
2. αυτός που έχει πόδια στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει μακριά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντό-πους].