τετραμήνιος
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
ον, lasting four months, γυμνασιαρχία POxy.1418.18 (iii A.D.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που διαρκεί τέσσερεις μήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μήνιος (< μήν, μηνός), πρβλ. ἑπτα-μήνιος].