παμμελεί
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
Full diacritics: παμμελεί | Medium diacritics: παμμελεί | Low diacritics: παμμελεί | Capitals: ΠΑΜΜΕΛΕΙ |
Transliteration A: pammeleí | Transliteration B: pammelei | Transliteration C: pammelei | Beta Code: pammelei/ |
Adv. of sq. II, Porph.Chr.94.
παμμελεί (Α)
επίρρ. με κάθε μελωδία, μελωδικότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παμμελής + επιρρμ. κατάλ. -εί (πρβλ. μηδαμ-εί)].