πιδυλίς
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = πιδακόεσσα, Hsch. (πηδ- cod.).
Greek (Liddell-Scott)
πῑδῠλίς: -ίδος, ἡ, = πιδακόεσσα, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πιδακόεσσα», γεμάτη πηγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδ-αξ (βλ. και πίδακας) + επίθημα -υλ-ίς (πρβλ. ατρακτ-υλίς)].