πολυάλφιτος
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ον, yielding much meal, κριθαί Thphr.HP8.4.2.
German (Pape)
[Seite 659] viele Gerstengraupen gebend, κριθή, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάλφῐτος: -ον, ὁ πολλὰ ἄλφιτα παράγων, κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2.
Greek Monolingual
ον, Α
αυτός που παράγει πολλά άλφιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄλφιτον «ξεφλουδισμένο, χονδροαλεσμένο κριθάρι, αλεύρι» (πρβλ. λευκ-άλφιτος)].