πλανόβιος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
-α, -ο, Ν
αυτός που ζει περιπλανώμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλανώμαι + βίος (πρβλ. υδρό-βιος). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].