πλανόβιος

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που ζει περιπλανώμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλανώμαι + βίος (πρβλ. υδρόβιος). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].