πλυσταρειό

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428

Greek Monolingual

το, Ν
μέρος του σπιτιού όπου γίνεται το πλύσιμο τών ρούχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλυστρ-αρειό (με ανομοιωτική αποβολή του πρώτου -ρ-) < πλύστρα + κατάλ. -αρειό (πρβλ. σκουπιδ-αρειό)].