πλυσταρειό

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

το, Ν
μέρος του σπιτιού όπου γίνεται το πλύσιμο τών ρούχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλυστρ-αρειό (με ανομοιωτική αποβολή του πρώτου -ρ-) < πλύστρα + κατάλ. -αρειό (πρβλ. σκουπιδαρειό)].