ρηξήνωρ

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-ορος, ό, Α
1. αυτός που έχει την ικανότητα να διασπά τις τάξεις τών εχθρικών στρατευμάτων
2. (κατ' επέκτ.) ορμητικός
3. (στον Όμ. ως προσωνυμία του Αχιλλέως) γενναίος, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + -ήνωρ (< ἀνήρ) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. αλεξ-ήνωρ)].