ρηξήνωρ

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

-ορος, ό, Α
1. αυτός που έχει την ικανότητα να διασπά τις τάξεις τών εχθρικών στρατευμάτων
2. (κατ' επέκτ.) ορμητικός
3. (στον Όμ. ως προσωνυμία του Αχιλλέως) γενναίος, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + -ήνωρ (< ἀνήρ) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. αλεξήνωρ)].