σαγμάριον

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek (Liddell-Scott)

σαγμάριον: τό, ἵππος φορτηγός, Λέων Τακτ. 4. 36, κτλ.· - ὡσαύτως σαγματάριος Ἵππος ὁ αὐτ. 6. 29.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
(κατά το λεξ. Σούδα) «σαγμάρια
ἀποσκευαί, ἡ τῶν ἐπιτηδείων κομιδή»
μσν.
ίππος που φορτώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].