ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
-α, -ο, Ναυτός που προέρχεται από τον ταύρο, ταύρειος, βοϊδήσιος («ταυρήσιο κρέας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ταύρος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. σκυλ-ήσιος)].